03-01-2012, 06:07 PM
Διευκρινίσεις σχετικά με την αναγκαιότητα της πώλησης από το ελληνικό Δημόσιο των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου Airbus A340-300 που χρησιμοποιούσε η παλιά «Ολυμπιακή Αεροπορία» και οι «Ολυμπιακές Αερογραμμές» έδωσε η Γραμματεία της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων και Αναδιαρθρώσεων (ΔΕΑΑ).
Στη σχετική ανακοίνωση αναφέρεται ότι η πώληση των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου Airbus A340-300, ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, που χρησιμοποιούσε η παλιά Ολυμπιακή έως το Σεπτέμβριο του 2009, είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και συνιστά υποχρέωση της χώρας, σύμφωνα με το Μνημόνιο συνεργασίας με την τρόικα που ελέγχει διαρκώς την υπέρβαση των σχετικών προθεσμιών.
Kατά τον πρώτο διεθνή ανοικτό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από την ΔΕΑΑ στο τέλος του 2009, η πλειοδότρια εταιρεία (Cirrus International) που είχε προσφέρει το ποσό των 97 εκατ. δολαρίων απέσυρε το ενδιαφέρον της εξαιτίας αδυναμίας χρηματοδότησης της συναλλαγής.
Μετά από εξέταση των υπολοίπων προσφορών που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο αυτού του πρώτου διαγωνισμού και τις σχετικές εισηγήσεις των χρηματοοικονομικών και νομικών συμβούλων, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος τον Δεκέμβριο του 2010 και αποφασίστηκε η επαναπροκήρυξή του από τη ΔΕΑΑ.
Από το Σεπτέμβριο του 2009 έως σήμερα, την καθημερινή διαχείριση και επίβλεψη των αεροσκαφών (στάθμευση, ασφάλιση, ελάχιστη συντήρηση κλπ.) ασκεί η υπό εκκαθάριση εταιρία «Ολυμπιακές Αερογραμμές», με βάση σχετική σύμβαση που έχει υπογράψει με το ελληνικό Δημόσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα τέσσερα αεροσκάφη βρίσκονταν σε preservation mode (δηλαδή, στην ελάχιστη συντήρηση που επιβάλει η Airbus για αεροσκάφη τα οποία δεν βρίσκονται σε λειτουργία).
Σύμφωνα δε με πρόσφατη εκτίμηση των τεχνικών συμβούλων της Lazard, μόνο το κόστος της επένδυσης που θα απαιτείτο για να καταστούν τα τέσσερα αεροσκάφη πλήρως αξιόπλοα σήμερα θα υπερέβαινε τα 47 εκατ. δολάρια.
O δεύτερος διεθνής ανοικτός διαγωνισμός προκηρύχθηκε από τη ΔΕΑΑ στις αρχές του 2011, πριν την ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας του Δημοσίου, και το στάδιο των τελικών προσφορών έληξε στις 20 Ιουνίου 2011.
Πλειοδότης ανακηρύχθηκε τον Αύγουστο του 2011 η Apollo Aviation Group, η οποία και προσέφερε το μεγαλύτερο τίμημα (40,4 εκατ. δολάρια) μεταξύ των εταιριών που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας.
Οι άλλες τρεις εταιρείες που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας ήταν η AerSale Inc. (35 εκατ. δολάρια), η AAR Corp. (33,6 εκατ. δολάρια) και η Universal Asset Management Inc. (24,04 εκατ. δολάρια).
Επισημαίνεται επίσης ότι κάποιες εταιρίες εξέφρασαν ενδιαφέρον για τα αεροσκάφη ατύπως και εκτός του πλαισίου της διαγωνιστικής διαδικασίας, συνεπώς δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τον νόμο.
Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και κατακυρώθηκε βάσει των εισηγήσεων που υπεβλήθησαν στη ΔΕΑΑ από τον χρηματοοικονομικό και το νομικό σύμβουλο για κατακύρωση στην πλειοδότρια εταιρία.
Σημειώνεται ότι η διεθνής αγορά για αυτό τον τύπο αεροσκαφών βαίνει μειούμενη επειδή εκτιμήθηκαν από τους αερομεταφορείς ως κοστοβόρα (εξάλλου και η Airbus διέκοψε πρόσφατα την παραγωγή τους).
Οποιαδήποτε δε περαιτέρω καθυστέρηση ως προς την πώληση, πέραν του χρονικού ορίου που είχε τεθεί από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, θα ενείχε σημαντικό κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης ή μάλλον ραγδαίας απαξίωσης των από διετίας σταθμευμένων αεροσκαφών για τεχνικούς λόγους (λήξη ισχύος και άλλων ανταλλακτικών και μερών).
Συνεπώς, εάν αποφασιζόταν να επανακηρυχθεί νέος διεθνής διαγωνισμός, θα κατέληγε ουσιαστικά σε ακόμη μικρότερες προσφορές ή και σε παντελή αδυναμία ολοκλήρωσης σοβαρής αγοραπωλησίας, ενώ το κόστος του ελληνικού Δημοσίου για την διαχείριση των αεροσκαφών από την υπό εκκαθάριση Ολυμπιακή θα συνεχιζόταν να αυξάνεται.
Η προσφορά της πλειοδότριας εταιρείας κινείται εντός του εύρους της επιτόπιας ανεξάρτητης αποτίμησης, η οποία υποβλήθηκε στην ΔΕΑΑ σύμφωνα με το νόμο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι θέματα που σχετίζονται με τους μετόχους ή ιδιοκτήτες της πλειοδότριας εταιρίας δεν αφορούν τη διαγωνιστική διαδικασία ούτε εξετάστηκαν κατά τη διάρκειά της αφού δεν συνδέονται με τους όρους και τα κριτήριά της.
Στη σχετική ανακοίνωση αναφέρεται ότι η πώληση των τεσσάρων αεροσκαφών τύπου Airbus A340-300, ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, που χρησιμοποιούσε η παλιά Ολυμπιακή έως το Σεπτέμβριο του 2009, είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, προβλέπεται στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής και συνιστά υποχρέωση της χώρας, σύμφωνα με το Μνημόνιο συνεργασίας με την τρόικα που ελέγχει διαρκώς την υπέρβαση των σχετικών προθεσμιών.
Kατά τον πρώτο διεθνή ανοικτό διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από την ΔΕΑΑ στο τέλος του 2009, η πλειοδότρια εταιρεία (Cirrus International) που είχε προσφέρει το ποσό των 97 εκατ. δολαρίων απέσυρε το ενδιαφέρον της εξαιτίας αδυναμίας χρηματοδότησης της συναλλαγής.
Μετά από εξέταση των υπολοίπων προσφορών που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο αυτού του πρώτου διαγωνισμού και τις σχετικές εισηγήσεις των χρηματοοικονομικών και νομικών συμβούλων, ο διαγωνισμός κηρύχθηκε άγονος τον Δεκέμβριο του 2010 και αποφασίστηκε η επαναπροκήρυξή του από τη ΔΕΑΑ.
Από το Σεπτέμβριο του 2009 έως σήμερα, την καθημερινή διαχείριση και επίβλεψη των αεροσκαφών (στάθμευση, ασφάλιση, ελάχιστη συντήρηση κλπ.) ασκεί η υπό εκκαθάριση εταιρία «Ολυμπιακές Αερογραμμές», με βάση σχετική σύμβαση που έχει υπογράψει με το ελληνικό Δημόσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα τέσσερα αεροσκάφη βρίσκονταν σε preservation mode (δηλαδή, στην ελάχιστη συντήρηση που επιβάλει η Airbus για αεροσκάφη τα οποία δεν βρίσκονται σε λειτουργία).
Σύμφωνα δε με πρόσφατη εκτίμηση των τεχνικών συμβούλων της Lazard, μόνο το κόστος της επένδυσης που θα απαιτείτο για να καταστούν τα τέσσερα αεροσκάφη πλήρως αξιόπλοα σήμερα θα υπερέβαινε τα 47 εκατ. δολάρια.
O δεύτερος διεθνής ανοικτός διαγωνισμός προκηρύχθηκε από τη ΔΕΑΑ στις αρχές του 2011, πριν την ίδρυση του Ταμείου Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας του Δημοσίου, και το στάδιο των τελικών προσφορών έληξε στις 20 Ιουνίου 2011.
Πλειοδότης ανακηρύχθηκε τον Αύγουστο του 2011 η Apollo Aviation Group, η οποία και προσέφερε το μεγαλύτερο τίμημα (40,4 εκατ. δολάρια) μεταξύ των εταιριών που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας.
Οι άλλες τρεις εταιρείες που συμμετείχαν στην τελική φάση της διαδικασίας ήταν η AerSale Inc. (35 εκατ. δολάρια), η AAR Corp. (33,6 εκατ. δολάρια) και η Universal Asset Management Inc. (24,04 εκατ. δολάρια).
Επισημαίνεται επίσης ότι κάποιες εταιρίες εξέφρασαν ενδιαφέρον για τα αεροσκάφη ατύπως και εκτός του πλαισίου της διαγωνιστικής διαδικασίας, συνεπώς δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σύμφωνα με τον νόμο.
Ο διαγωνισμός διενεργήθηκε σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και κατακυρώθηκε βάσει των εισηγήσεων που υπεβλήθησαν στη ΔΕΑΑ από τον χρηματοοικονομικό και το νομικό σύμβουλο για κατακύρωση στην πλειοδότρια εταιρία.
Σημειώνεται ότι η διεθνής αγορά για αυτό τον τύπο αεροσκαφών βαίνει μειούμενη επειδή εκτιμήθηκαν από τους αερομεταφορείς ως κοστοβόρα (εξάλλου και η Airbus διέκοψε πρόσφατα την παραγωγή τους).
Οποιαδήποτε δε περαιτέρω καθυστέρηση ως προς την πώληση, πέραν του χρονικού ορίου που είχε τεθεί από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής, θα ενείχε σημαντικό κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης ή μάλλον ραγδαίας απαξίωσης των από διετίας σταθμευμένων αεροσκαφών για τεχνικούς λόγους (λήξη ισχύος και άλλων ανταλλακτικών και μερών).
Συνεπώς, εάν αποφασιζόταν να επανακηρυχθεί νέος διεθνής διαγωνισμός, θα κατέληγε ουσιαστικά σε ακόμη μικρότερες προσφορές ή και σε παντελή αδυναμία ολοκλήρωσης σοβαρής αγοραπωλησίας, ενώ το κόστος του ελληνικού Δημοσίου για την διαχείριση των αεροσκαφών από την υπό εκκαθάριση Ολυμπιακή θα συνεχιζόταν να αυξάνεται.
Η προσφορά της πλειοδότριας εταιρείας κινείται εντός του εύρους της επιτόπιας ανεξάρτητης αποτίμησης, η οποία υποβλήθηκε στην ΔΕΑΑ σύμφωνα με το νόμο.
Τέλος, επισημαίνεται ότι θέματα που σχετίζονται με τους μετόχους ή ιδιοκτήτες της πλειοδότριας εταιρίας δεν αφορούν τη διαγωνιστική διαδικασία ούτε εξετάστηκαν κατά τη διάρκειά της αφού δεν συνδέονται με τους όρους και τα κριτήριά της.